- κλιματίζω
- [κλίμα]εξασφαλίζω σε κλειστό χώρο καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κυκλοφορίας και καθαρότητας τού αέρα ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλιματίζω — κλιμάτισα, κλιματίστηκα, κλιματισμένος, ρυθμίζω τη θερμοκρασία, την υγρασία και την καθαριότητα του αέρα σε κλειστό χώρο με τεχνολογικά μέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek
κλιματιστικός — ή, ό [κλιματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιματισμό* 2. φρ. «κλιματιστικές εγκαταστάσεις» τα μηχανήματα κλιματισμού ενός χώρου, που περιλαμβάνουν σύστημα με θερμαντικά ή ψυκτικά σώματα, τα οποία αναρροφούν τον εξωτερικό αέρα και τόν … Dictionary of Greek